διιπετής

διιπετής
διιπετής, -ές (Α)
1. αυτός που έπεσε από τον Δία, δηλ. από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος
2. (για ποταμούς, ανέμους κ.λπ.) ορμητικός
3. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή ροή
4. θεϊκός, λαμπρός, αστραφτερός
5. φρ. «διιπετεῑς οἰωνοί» — οιωνοί που πετούν προς τον ουρανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τους αρχαίους σχολιαστές υποστηρίχθηκε ότι η παλαιά γραφή τού τ. διιπετής ήταν διειπετής και ως α' συνθετικό τής λ. θεωρήθηκε ένας αρχ. τ. δοτικής (πράγματι τοπικής ΔιFεί) τού ονόματος Ζευς (γεν. Διός)
πρβλ. και διιτρεφής (αντί διειτρεφής, επιγρ.) και διίφιλος (αντί διFείφιλος). Εν τούτοις στη θέση τής δοτικής θα αναμενόταν περισσότερο μια γενική (αφαιρετική), δηλ. διοπετής (πρβλ. διοτρεφής). Το β' συνθετικό τής λ. έχει σχέση με τη ρίζα *πετ- (πρβλ. πέτ-ομαι, πί-πτ-ω). Κατ' άλλους, ο ομηρ. τ. ήταν διαιπετής (διαί- = διά-) «αυτός που πετάει διά μέσου» οι δε άλλες σημασίες υστερογενείς
στην περίπτωση αυτή, η γραφή διι προήλθε από παρετυμολογική σύνδεση με το όνομα τού Διός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διιπετής — διϊπετής , Διιπετής fallen from Zeus masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διιπετής — Διῑπετής , Διιπετής fallen from Zeus masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διιπετῆ — Διῑπετῆ , Διιπετής fallen from Zeus neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Διῑπετῆ , Διιπετής fallen from Zeus masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) Διῑπετῆ , Διιπετής fallen from Zeus masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διιπετῆ — διϊπετῆ , Διιπετής fallen from Zeus neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διϊπετῆ , Διιπετής fallen from Zeus masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διϊπετῆ , Διιπετής fallen from Zeus masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοπετής — διοπετής, ές (Α) 1. διιπετής, αυτός που έπεσε από τον Δία 2. (για ποταμούς) αυτός που διογκώνεται, που φουσκώνει από τα νερά τής βροχής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διιπετής] …   Dictionary of Greek

  • Διιπετεῖς — Διῑπετεῖς , Διιπετής fallen from Zeus masc/fem acc pl Διῑπετεῖς , Διιπετής fallen from Zeus masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διιπετεῖς — διϊπετεῖς , Διιπετής fallen from Zeus masc/fem acc pl διϊπετεῖς , Διιπετής fallen from Zeus masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διιπετέα — Διῑπετέα , Διιπετής fallen from Zeus neut nom/voc/acc pl (epic ionic) Διῑπετέα , Διιπετής fallen from Zeus masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διιπετέα — διϊπετέα , Διιπετής fallen from Zeus neut nom/voc/acc pl (epic ionic) διϊπετέα , Διιπετής fallen from Zeus masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διιπετές — Διῑπετές , Διιπετής fallen from Zeus masc/fem voc sg Διῑπετές , Διιπετής fallen from Zeus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”